- προκαταπεπονημένους
- πρό , κατά , ἀπό , ἐπί-ὀνίνημιD Mort.aor part mid masc acc plπρό , κατά-πονέομαιwork hardperf part mp masc acc plπρό-καταπονέωsubdueperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.